λαοπαθῆ

λαοπαθῆ
λᾱοπαθῆ , λαοπαθής
suffered by the people
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
λᾱοπαθῆ , λαοπαθής
suffered by the people
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
λᾱοπαθῆ , λαοπαθής
suffered by the people
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λαοπαθής — λαοπαθής, ές (Α) φρ. «λαοπαθή τε σεβίζων» με σεβασμό στα παθήματα τού λαού (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + παθής (< θ. παθ , πρβλ. ἔ παθ ον, αόρ. τού πάσχω), πρβλ. μετριο παθής, ομοιο παθής] …   Dictionary of Greek

  • σεβίζω — Α [σέβας] 1. λατρεύω, τιμώ («εὐχαῑσι θεοὺς σεβίζουσ ἕξεις εὐαμερίαν», Ευρ.) 2. (με αιτ. ή γεν. τής αιτίας) θαυμάζω κάποιον για κάτι 3. αφοσιώνομαι σε κάποιον («καινὰ λέχη σεβίζω» αφοσιώνομαι στην νέα μου σύζυγο, Ευρ.) 4. (σχετικά με θάνατο ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”